συγγενοκτόνος

συγγενοκτόνος
συγγενοκτόνος, ον, ([etym.] κτείνω)
A slaying one's kindred, Tz H.9.391.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγγενοκτόνος — ον, Μ αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”